- θωράκιο(ν)
- τό1) парапет; 2) мор. Марс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
θωράκιο — το 1. προτοίχισμα στο ύψος του θώρακα, σε γέφυρες, εξώστες κτλ., που μας προφυλάγει από πτώση. 2. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτο. 3. προφυλακτήρας στο λαιμό του ιστού, κόφα. 4. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα ανάμεσα στο Ιερό Βήμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
επιθωράκιος — α, ο (AM ἐπιθωράκιος, ον) νεοελλ. ναυτ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο 2. φρ. «επιθωράκιος φανός» φανός που ανάβουν στο θωράκιο τής ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι τής κόφας μσν. αρχ. αυτός που φοριέται… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) … Dictionary of Greek
έπαλξη — η (AM ἔπαλξις) συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος τού τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι αρχ. μσν. αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους αρχ. 1. μτφ. προστασία,… … Dictionary of Greek
ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] … Dictionary of Greek
αποτζιατούρα — η ή επέρειση, η μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.)… … Dictionary of Greek
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
ζυγίς — η (Α ζυγίς, ίδος) [ζυγόν] νεοελλ. 1. είδος τού φυτού θύμος 2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο αρχ.… … Dictionary of Greek